- απλόχερα
- επίρρ. щедро, щедрой рукой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβέρτα — επίρρ. [αβέρτος] 1. στο ύπαιθρο 2. ανοιχτά, διάπλατα 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα … Dictionary of Greek
αφειδής — ές (AM ἀφειδής, ές) Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος 2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος II. επίρρ. αφειδώς 1. χωρίς φειδώ, απλόχερα 2. αλύπητα, χωρίς… … Dictionary of Greek
προσενδαψιλεύομαι — Α δίνω παραπάνω από όσα συμφωνήθηκαν, δίνω ως επίμετρο («δεῑ καὶ τρίτον τῶν φοβερῶν προσενδαψιλεύεσθαι, τὸν λιμόν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνδαψιλεύομαι «χορηγώ με αφθονία, απλόχερα»] … Dictionary of Greek
απλοχέρης, -α, -ικο — και απλόχερος, η, ο επίρρ. απλόχερα ανοιχτοχέρης, σπάταλος: Ήταν άνθρωπος απλοχέρης, όχι όμως σπάταλος. Ουσ., απλοχεριά, η το να είναι κανείς απλοχέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλοχεριά — απλοχεριά, η και απλόχερο, το και πλόχερο, το όσο χωράει η παλάμη του χεριού, φουχτιά: Έριξε μερικά απλόχερα καλαμπόκι στις κότες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλόδωρος — η, ο αυτός που μοιράζει απλόχερα δώρα, ο γενναιόδωρος: Ήταν τόσο μεγαλόδωρος που ξόδεψε όλη του την περιουσία σε φιλανθρωπίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)